σφραγισμός

σφραγισμός
ὁ, Α [σφραγίζω]
1. η ενέργεια τού σφραγίζω, σφράγιση
2. το αποτέλεσμα τού σφραγίζω, σφράγισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφραγισμοῦ — σφραγισμός sealing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφραγισμῶν — σφραγισμός sealing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφραγισμῷ — σφραγισμός sealing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφραγισμόν — σφραγισμός sealing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισφραγισμός — ὁ, Α καθορισμός από τα αστρικά σημεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σφραγισμός (< σφραγίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ՏԵԱՌՆԱԳՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0862 Chronological Sequence: Unknown date, 10c գ. σφράγισμος, σημεῖον signaculum, signum. Խաչկնքումն. ձի եւ դրոշմ եւ օրհնութիւն նշանի խաչին. *Զինքն տեառնագրութեամբն քրիստոսի կնքէր. Ճ. ՟Բ.: *Խաչիդ տեառնագրըութիւն: Զտեառնագրութիւն նշանիդ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”